- ἀψάλακτος
- ἀ-ψάλακτος, unberührt; ungerupft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀψάλακτος — untouched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψάλακτον — ἀψάλακτος untouched masc/fem acc sg ἀψάλακτος untouched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… … Dictionary of Greek